- ελαιόμετρο
- το1. αραιόμετρο για τη μέτρηση της πυκνότητας των λαδιών.2. δοκιμαστικός σωλήνας για τον έλεγχο της καθαρότητας του ελαιόλαδου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελαιόμετρο — το 1. αραιόμετρο για τον προσδιορισμό τής πυκνότητας τών ελαίων 2. δοκιμαστικός σωλήνας για έλεγχο τής καθαρότητας τού ελαιόλαδου … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
υδροελαιόμετρο — το, Ν όργανο κατάλληλο για τον προσδιορισμό τής σχετικής περιεκτικότητας λαδιού και νερού στις ελιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + ελαιόμετρο] … Dictionary of Greek